- ἐνεοστασίη
- ἐνεοστασίαstanding dumbfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεοστασία — ἐνεοστασία και ἐνεοστασίη, η (Α) το να στέκεται κανείς άλαλος … Dictionary of Greek